ἄνας

ἄνας
ἄνᾱς , ἄνα
king
fem acc pl
ἄνᾱς , ἄνα
king
fem gen sg (doric aeolic)
ἄνᾱς , ἄνη
fulfilment
fem acc pl
ἄνᾱς , ἄνη
fulfilment
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αόστα — (Aosta). Πόλη (34.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στις δυτικές Άλπεις, χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Ντόρα Μπάλτεα και Μπούτιερ. Η γεωγραφική της θέση μεταξύ της πεδιάδας του Πάδου και των αλπικών περιοχών, της παρείχε στρατηγική σημασία από… …   Dictionary of Greek

  • Φιλέ (-έζ) — Μικρό νησί στον Νείλο, στα νότια του Ασουάν. Έχει μήκος 460 μ. και πλάτος 150. Σήμερα λέγεται Αλ Κισρ (= Το φρούριο) ή Γκαζίρατ Ανάς αλ Ουγκούτ (= Νησί του Ανάς αλ Ουγκούτ) από ένα παραμύθι στις Χίλιες και μια νύχτες. Πολιούχοι του νησιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • απηνής — ές (AM ἀπηνής) σκληρός, αμείλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β συνθετικό η σύνδεση… …   Dictionary of Greek

  • θηβάνας — και θήβανις, ὁ (Α) (στη Λέσβο) ονομασία βορειοανατολικού ανέμου, ο καικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι. Δυσερμήνευτη η κατάλ. άνας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”